- πιτύνη
- ὁ, Α(δ. γρφ.) βλ. πυτίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυτίνη — και δ. γρφ. πιτύνη, η, ΝΑ 1. είδος φιάλης ή λαγηνιού που επενδύεται με πλέγμα ιτιάς ή λυγαριάς, κν. νταμιτζάνα 2. ως κύριο όν. Πυτίνη τίτλος κωμωδίας τού Κρατίνου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «... ἡ ἀμίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βυτίνα] … Dictionary of Greek